Anonymous

εὐπερίοπτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπερίοπτος]], -ον (Α)<br />[[ευκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>οπτος</i> «[[καταφανής]], εξέχων», με σημασιολ. [[επίδραση]] επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. [[ευκαταφρόνητος]])].
|mltxt=[[εὐπερίοπτος]], -ον (Α)<br />[[ευκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>οπτος</i> «[[καταφανής]], εξέχων», με σημασιολ. [[επίδραση]] επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. [[ευκαταφρόνητος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίοπτος:''' тот, которым легко пренебречь, достойный презрения Polyb.
}}
}}