Anonymous

εὐπαρόρμητος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαρόρμητος:''' -ον ([[παρορμάω]]), αυτός που εξάπτεται εύκολα, [[παρορμητικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐπαρόρμητος:''' -ον ([[παρορμάω]]), αυτός που εξάπτεται εύκολα, [[παρορμητικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαρόρμητος:''' легко возбуждающийся, раздражительный Arst.
}}
}}