Anonymous

εὔμορφος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει ωραία [[μορφή]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], όμορφος, [[εμφανίσιμος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει ωραία [[μορφή]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], όμορφος, [[εμφανίσιμος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμορφος:''' <b class="num">1)</b> красивый, прекрасный, изящный ([[παρθένος]] Her.; [[σῶμα]] Soph.; [[γυνή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> величественный, великолепный, славный ([[κράτος]] Aesch.).
}}
}}