3,274,418
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει [[καλά]] και άφθονα φύλλα, σε Πίνδ., Ευρ. | |lsmtext='''εὔφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει [[καλά]] και άφθονα φύλλα, σε Πίνδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔφυλλος:''' густолиственный ([[Νεμέα]] Pind.; [[δάφνη]] Eur.). | |||
}} | }} |