3,258,334
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐστοχία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]] στο [[σημάδι]] ενός στόχου, καλό [[σημάδι]], σε Ευρ.· <i>χερὸς εὐστ</i>., περιφρ. λέγεται για [[τόξο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ταχύτητα]] στην [[πρόβλεψη]], [[εκτίμηση]], [[οξύνοια]], ευφυία, σε Αριστ. | |lsmtext='''εὐστοχία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]] στο [[σημάδι]] ενός στόχου, καλό [[σημάδι]], σε Ευρ.· <i>χερὸς εὐστ</i>., περιφρ. λέγεται για [[τόξο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ταχύτητα]] στην [[πρόβλεψη]], [[εκτίμηση]], [[οξύνοια]], ευφυία, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστοχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> меткость (τόξων, [[χερός]] Eur.): εὐστοχίης βέλη Anth. меткие стрелы;<br /><b class="num">2)</b> остроумие, проницательность Arst.;<br /><b class="num">3)</b> ловкость: εὐ. καιροῦ Plut. умение пользоваться случаем. | |||
}} | }} |