Anonymous

εὐστοχία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐστοχία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]] στο [[σημάδι]] ενός στόχου, καλό [[σημάδι]], σε Ευρ.· <i>χερὸς εὐστ</i>., περιφρ. λέγεται για [[τόξο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ταχύτητα]] στην [[πρόβλεψη]], [[εκτίμηση]], [[οξύνοια]], ευφυία, σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐστοχία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]] στο [[σημάδι]] ενός στόχου, καλό [[σημάδι]], σε Ευρ.· <i>χερὸς εὐστ</i>., περιφρ. λέγεται για [[τόξο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ταχύτητα]] στην [[πρόβλεψη]], [[εκτίμηση]], [[οξύνοια]], ευφυία, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστοχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> меткость (τόξων, [[χερός]] Eur.): εὐστοχίης βέλη Anth. меткие стрелы;<br /><b class="num">2)</b> остроумие, проницательность Arst.;<br /><b class="num">3)</b> ловкость: εὐ. καιροῦ Plut. умение пользоваться случаем.
}}
}}