Anonymous

εὔτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ευμετάβλητος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὔτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ευμετάβλητος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτρεπτος:''' <b class="num">1)</b> непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.).
}}
}}