Anonymous

εὐόργητος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. <i>-τως</i>, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὐόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. <i>-τως</i>, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐόργητος:''' <b class="num">1)</b> спокойный, уравновешенный (εὐ. καὶ [[πρᾶος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> склонный к гневу, вспыльчивый Plut.
}}
}}