Anonymous

εὐσταθέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσταθέω:''' είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Ευρ.· είμαι [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εὐσταθέω:''' είμαι [[σταθερός]], [[ευσταθής]], σε Ευρ.· είμαι [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστᾰθέω:''' <b class="num">1)</b> пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ [[πέλαγος]] Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> находиться в здоровом состоянии ([[σῶμα]] εὐσταθοῦν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> быть благосклонным ([[ὅταν]] πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.).
}}
}}