3,271,364
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδυεπής:''' ([[ἔπος]]), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. <i>ἡδυέπεια</i>, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἡδυεπής:''' ([[ἔπος]]), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. <i>ἡδυέπεια</i>, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδῠεπής:''' дор. ἁδυεπής 2<br /><b class="num">1)</b> сладкоречивый ([[Νέστωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сладостный, сладкозвучный ([[φάτις]] [[Διός]] Soph.; [[λύρα]], [[ὕμνος]] Pind.; [[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} |