Anonymous

ἐφοδιάζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφοδιάζω:''' Ιων. ἐποδ-, μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἐφόδιον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] με προμήθειες για το [[ταξίδι]], [[προμηθεύω]], Λατ. [[viaticum]] dare, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος</i>, φροντίζοντας ώστε να δοθούν στον καθένα [[πέντε]] δραχμές, σε Ξεν.· μεταφ., [[διατηρώ]], [[προάγω]], <i>ἀργίαν</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐφοδιάζω:''' Ιων. ἐποδ-, μέλ. <i>-άσω</i> ([[ἐφόδιον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] με προμήθειες για το [[ταξίδι]], [[προμηθεύω]], Λατ. [[viaticum]] dare, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος</i>, φροντίζοντας ώστε να δοθούν στον καθένα [[πέντε]] δραχμές, σε Ξεν.· μεταφ., [[διατηρώ]], [[προάγω]], <i>ἀργίαν</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφοδιάζω:''' ион. [[ἐποδιάζω]]<br /><b class="num">1)</b> снабжать припасами на дорогу, снаряжать в путь (τινά Her., Plut.); med. доставлять для себя продовольствие, получать продовольственное снабжение (ἐκ τῆς πόλεως Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> снабжать, снаряжать, обеспечивать (τινὰ ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Diod.; τινά τινι πρὸς τὴν στρατείαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. заставлять выдать, распорядиться дать (πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν Xen.);<br /><b class="num">4)</b> поддерживать, поощрять (ἀργίαν, τὴν ἀπείθειαν Plut.).
}}
}}