Anonymous

εὐχείρωτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]]), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.
|lsmtext='''εὐχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]]), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχείρωτος:''' <b class="num">1)</b> легко одолимый ([[στρατός]] Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.);<br /><b class="num">2)</b> послушный, податливый (τῷ νομοθέτῃ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> легко поддающийся (ταῖς ἀπάταις Plut.).
}}
}}