Anonymous

ἡδύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἡδύγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδύγλωσσος:''' только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий ([[βοά]] Pind.).
}}
}}