Anonymous

ἡγεμών: Difference between revisions

From LSJ
2,344 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡγεμών:''' Δωρ. ἁγεμ-, <i>-όνος</i>, ὁ, επίσης ἡ, αυτός που ηγείται, ο [[οδηγός]], Λατ. [[dux]], ομοίως·<br /><b class="num">I. 1.</b> σε Ομήρ. Οδ., [[οδηγός]], αυτός που δείχνει το δρόμο· με παρόμοια [[σημασία]] σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγεμὼν [[γενέσθαι]] τινὶ τῆς ὁδοῦ, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασκεί [[εξουσία]] σε άλλους, Λατ. [[dux]], [[auctor]]· τοῖς νεωτέροις ἡγεμὼν ἠθῶν [[χρηστῶν]] [[γίγνεσθαι]], σε Πλάτ.· <i>ἡγεμόνα εἶναί τινος</i>, είμαι ο [[αίτιος]] κάποιου πράγματος, σε Ξεν. κ.λπ. <b>II. α)</b> σε Ομήρ. Ιλ., [[αρχηγός]], [[στρατηγός]]· <i>ἡγεμόνες Δαναῶν</i>, <i>φυλάκων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἔχοντες ἡγεμόνας [[τῶν]] [[πάνυ]] στρατηγῶν, έχοντας μερικούς από τους καλύτερους στρατηγούς σαν αρχηγούς-διοικητές, σε Θουκ.· [[αρχηγός]], [[διοικητής]], [[άρχων]], [[κυρίαρχος]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. <b>β)</b> χρησιμ. ως [[μετάφραση]] του Ρωμ. Emperor, Λατ. imperatoris, σε Πλούτ.· επίσης, [[διοικητής]] επαρχίας, [[έπαρχος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἡγεμών:''' Δωρ. ἁγεμ-, <i>-όνος</i>, ὁ, επίσης ἡ, αυτός που ηγείται, ο [[οδηγός]], Λατ. [[dux]], ομοίως·<br /><b class="num">I. 1.</b> σε Ομήρ. Οδ., [[οδηγός]], αυτός που δείχνει το δρόμο· με παρόμοια [[σημασία]] σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγεμὼν [[γενέσθαι]] τινὶ τῆς ὁδοῦ, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασκεί [[εξουσία]] σε άλλους, Λατ. [[dux]], [[auctor]]· τοῖς νεωτέροις ἡγεμὼν ἠθῶν [[χρηστῶν]] [[γίγνεσθαι]], σε Πλάτ.· <i>ἡγεμόνα εἶναί τινος</i>, είμαι ο [[αίτιος]] κάποιου πράγματος, σε Ξεν. κ.λπ. <b>II. α)</b> σε Ομήρ. Ιλ., [[αρχηγός]], [[στρατηγός]]· <i>ἡγεμόνες Δαναῶν</i>, <i>φυλάκων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἔχοντες ἡγεμόνας [[τῶν]] [[πάνυ]] στρατηγῶν, έχοντας μερικούς από τους καλύτερους στρατηγούς σαν αρχηγούς-διοικητές, σε Θουκ.· [[αρχηγός]], [[διοικητής]], [[άρχων]], [[κυρίαρχος]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. <b>β)</b> χρησιμ. ως [[μετάφραση]] του Ρωμ. Emperor, Λατ. imperatoris, σε Πλούτ.· επίσης, [[διοικητής]] επαρχίας, [[έπαρχος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμών:''' <b class="num">I</b> дор. [[ἁγεμών]], όνος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> (тж. ὁδοῦ ἡ. Xen.) (про)вожатый, проводник (τοῦ πλοῦ Thuc.; ἡ. τινι Soph. и τινος Aesch.): ἡ. [[γενέσθαι]] τινὶ τῆς ὁδοῦ Her. указать кому-л. путь; ἡ. ποδὸς τυφλοῦ Eur. вожатый слепца (т. е. слепого Эдипа); ἡ [[ἀναισχυντία]] ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. (ἐστιν) Xen. бесстыдство ведет ко всем порокам; ἡ. παρὰ [[νηΐ]] Hom. водитель корабля, кормчий;<br /><b class="num">2)</b> руководитель, наставник (τοῦ [[ζῆν]] [[ἡδέως]] Xen.; ἠθῶν [[χρηστῶν]] τινι Plat.; τῆς εἰρήνης Dem.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. τῆς ἀπήνης) возница Soph.;<br /><b class="num">4)</b> предводитель, глава, вождь (Δαναῶν Hom.; τοῦ ἔθνους Arst.);<br /><b class="num">5)</b> (вое)начальник, командующий (φυλάκων Hom.; [[νεῶν]] Aesch.; στρατηγὸς καὶ ἡ. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her.);<br /><b class="num">6)</b> правитель (γῆς τῆσδε Soph.; πόλεως Plat.);<br /><b class="num">7)</b> (лат. [[procurator]]) наместник (Πιλᾶτος ὁ ἡ. NT);<br /><b class="num">8)</b> (лат. [[imperator]] или [[princeps]]) император, цезарь (θύειν [[ὑπὲρ]] τοῦ ἡγεμόνος Plut.);<br /><b class="num">9)</b> (у животных) вожак (τῶν προβάτων Arst.): ἡ ἐν τῷ σμήνει ἡ. Xen. или ὁ τοῦ τῶν μελιττῶν γένους ἡ. Arst. пчелиная матка;<br /><b class="num">10)</b> стих. = [[πυρρίχιος]].<br />2, gen. όνος<br /><b class="num">1)</b> главный, руководящий ([[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> ведущий, направляющий (ψυχῆς μέρη Plat.; πόδες, sc. τῶν ζῷων Arst.): [[ναῦς]] ἡ. Aesch. корабль командующего, флагманское судно.
}}
}}