Anonymous

ἡδύνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύνω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἥδῡνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἡδύνθην</i>, παρακ. <i>ἥδυσμαι</i> ([[ἡδύς]]), [[γλυκαίνω]], κάνω [[κάτι]] νόστιμο, του [[δίνω]] ευχάριστη [[γεύση]], [[αρταίνω]], [[καρυκεύω]], [[νοστιμίζω]]· [[χαρίζομαι]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[ευαρεστώ]], [[θωπεύω]], με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἡδύνω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἥδῡνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἡδύνθην</i>, παρακ. <i>ἥδυσμαι</i> ([[ἡδύς]]), [[γλυκαίνω]], κάνω [[κάτι]] νόστιμο, του [[δίνω]] ευχάριστη [[γεύση]], [[αρταίνω]], [[καρυκεύω]], [[νοστιμίζω]]· [[χαρίζομαι]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[ευαρεστώ]], [[θωπεύω]], με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδύνω:''' (aor. ἥδῡνα; pass.: aor. ἡδύνθην, pf. ἥδυσμαι)<br /><b class="num">1)</b> сдабривать, приправлять ([[σῖτον]] καὶ [[ποτόν]] Xen., [[ὄψον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. подслащивать, скрашивать: ἡ. θῶπας λόγους Plat. говорить льстивые речи; τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς ἡ. τὸ ἄτοπον Arst. всяческими прикрасами скрасить бессмыслицу; [[λόγος]] ἡδυσμένος Arst. художественная речь.
}}
}}