Anonymous

ἤϊος: Difference between revisions

From LSJ
251 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἤϊος:''' ὁ, επίθ. του Φοίβου· [[ἤϊε]] Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την [[ιαχή]] <i>ἤ</i>, <i>ἤ</i>, πρβλ. [[ἰήϊος]], εὔϊος).
|lsmtext='''ἤϊος:''' ὁ, επίθ. του Φοίβου· [[ἤϊε]] Φοῖβε, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθανόν από την [[ιαχή]] <i>ἤ</i>, <i>ἤ</i>, πρβλ. [[ἰήϊος]], εὔϊος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἤϊος:''' ὁ adj. [[ἵημι]] метко разящий, по друг. [[εὔιος]] приветствуемый торжественными кликами ἢ ἤ (один из эпитетов Феба) Hom., HH.
}}
}}