3,277,055
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῠγοφόρος:''' несущий ярмо, подъяремный ([[πῶλος]] Eur.; [[ἵππος]] Plut.). | |||
}} | }} |