Anonymous

ἡνιοχέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πεζός]] [[τύπος]] του [[ἡνιοχεύω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κρατώ]] τα χαλινάρια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]], σε Ηρόδ.· μεταφορ., [[διευθύνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἡνιοχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πεζός]] [[τύπος]] του [[ἡνιοχεύω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κρατώ]] τα χαλινάρια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]], σε Ηρόδ.· μεταφορ., [[διευθύνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχέω:''' дор. ἁνιοχέω<br /><b class="num">1)</b> управлять вожжами, править (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι [[μόνον]] καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;<br /><b class="num">2)</b> управлять, направлять (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.
}}
}}