3,258,291
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζωάγριος:''' -α, -ον, αυτός που καταβάλλεται ως [[αμοιβή]] για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, σε Βάβρ.· βλ. το προηγ. | |lsmtext='''ζωάγριος:''' -α, -ον, αυτός που καταβάλλεται ως [[αμοιβή]] για τη [[διάσωση]] της ζωής κάποιου, σε Βάβρ.· βλ. το προηγ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζωάγριος:''' касающийся спасения жизни (ζωαγρίους χάριτας [[ὀφλεῖν]] τινι Babr.). | |||
}} | }} |