Anonymous

ἡσυχάζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡσῠχάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἡσύχᾰσα</i> ([[ἥσυχος]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ήρεμος]], [[παραμένω]] [[ατάραχος]], ξεκουράζομαι, σε Αισχύλ.· ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, η [[δυσκολία]] του να βρεις [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], σε Θουκ.· [[συχνά]] σε μτχ., ἡσυχάζων [[προσμένω]], σε Σοφ.· <i>ἡσυχάσασα</i>, αυτή που αναπαύθηκε μέσω της διακοπής του πολέμου, σε Θουκ.· <i>τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός</i>, το πιο ήσυχο [[χρονικό]] [[σημείο]] της νύχτας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. ενεργείας στον αόρ. αʹ, κάνω κάποιον να ησυχάσει, τον [[βάζω]] να αναπαυθεί, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἡσῠχάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἡσύχᾰσα</i> ([[ἥσυχος]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ήρεμος]], [[παραμένω]] [[ατάραχος]], ξεκουράζομαι, σε Αισχύλ.· ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, η [[δυσκολία]] του να βρεις [[ξεκούραση]], [[ησυχία]], σε Θουκ.· [[συχνά]] σε μτχ., ἡσυχάζων [[προσμένω]], σε Σοφ.· <i>ἡσυχάσασα</i>, αυτή που αναπαύθηκε μέσω της διακοπής του πολέμου, σε Θουκ.· <i>τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός</i>, το πιο ήσυχο [[χρονικό]] [[σημείο]] της νύχτας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ. ενεργείας στον αόρ. αʹ, κάνω κάποιον να ησυχάσει, τον [[βάζω]] να αναπαυθεί, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡσῠχάζω:''' (fut. ἡσυχάσω и ἡσυχάσομαι, aor. ἡσύχασα)<br /><b class="num">1)</b> оставаться спокойным, находиться в состоянии покоя (ἡ. καὶ ἀκινητίζειν Arst.): οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Xen. противник не проявлял никакой деятельности; σὺ δ᾽ ἡσύχαζε Aesch. не беспокойся или успокойся; ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡ. καὶ ἡ [[ἀγρυπνία]] Thuc. мучительное беспокойство и бессонница; τό ἡσυχάζον τῆς νυκτός Thuc. ночной отдых;<br /><b class="num">2)</b> жить спокойно, наслаждаться миром (ἡ Ἑλλὰς μὴ ἡσυχάσασα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> не прекращать, упорно продолжать (ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> прекращаться: ὁ ἡσυχάζων [[λόγος]] Diog. L. покоящееся умозаключение (по Хрисиппу, род сорита, развитие которого в бесконечность приостановлено);<br /><b class="num">5)</b> отдыхать, воздерживаться от труда (τὸ [[σάββατον]] NT);<br /><b class="num">6)</b> молчать Eur.: εἶπεν λέγων …; Οἱ δὲ ἡσύχασαν NT он спросил: …? - Они же молчали;<br /><b class="num">7)</b> приводить в состояние покоя, успокаивать (τὼ [[δύο]] εἴδη, sc. τῆς ψυχῆς Plat.).
}}
}}