Anonymous

θάσσω: Difference between revisions

From LSJ
547 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάσσω:''' Επικ. θᾰάσσω,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]], [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]]· με αιτ. που δηλώνει [[στάση]], <i>θάσσειν</i>, [[θρόνον]], σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·<br /><b class="num">2.</b> <i>δυστήνους ἕδρας</i>, [[κάθομαι]] σε [[στάση]] δυστυχίας, σε Ευρ.
|lsmtext='''θάσσω:''' Επικ. θᾰάσσω,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]], [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]]· με αιτ. που δηλώνει [[στάση]], <i>θάσσειν</i>, [[θρόνον]], σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·<br /><b class="num">2.</b> <i>δυστήνους ἕδρας</i>, [[κάθομαι]] σε [[στάση]] δυστυχίας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάσσω:''' эп. [[θαάσσω]] (только praes. и impf.) сидеть, восседать ([[θρόνον]] Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, [[δάπεδον]], ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.
}}
}}