Anonymous

ἡσύχιος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡσύχιος:''' [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]], [[γαλήνιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, με ήσυχη [[διάθεση]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἡσύχιος:''' [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], [[ήσυχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]], [[γαλήνιος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, με ήσυχη [[διάθεση]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡσύχιος:''' дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий ([[εἰράνα]] Pind.; [[βίος]] Plat., NT; [[ἦθος]] Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером.
}}
}}