Anonymous

ἐχομένως: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχομένως:''' [[ἔχω]] 9] вслед, непосредственно ([[ἐφεξῆς]] καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л.
}}
}}