Anonymous

θηλύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλύγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θηλύγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλύγλωσσος:''' с женственной речью, нежноголосый (sc. [[γυνή]] Anth.).
}}
}}