Anonymous

θαρσύνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. [[θαρρύνω]], μτβ. του [[θαρσέω]], [[ενθαρρύνω]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]]· <i>θάρσυνον</i> (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· [[θαρσύνεσκε]] (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. <i>θάρσυνε</i>, έχε [[θάρρος]], [[τόλμη]], [[πίστη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''θαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. [[θαρρύνω]], μτβ. του [[θαρσέω]], [[ενθαρρύνω]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]]· <i>θάρσυνον</i> (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· [[θαρσύνεσκε]] (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. <i>θάρσυνε</i>, έχε [[θάρρος]], [[τόλμη]], [[πίστη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσύνω:''' новоатт. [[θαρρύνω]] (ῡ)<br /><b class="num">1)</b> придавать смелости, поднимать дух (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; ἔργῳ καὶ λόγῳ Xen.; τινά Plut.): θάρσυνον δέ οἱ [[ἦτορ]] Hom. придай ему отваги;<br /><b class="num">2)</b> внушать уверенность или спокойствие: θαρσῦναι καὶ πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. успокоить и смягчить;<br /><b class="num">3)</b> (= [[θαρσέω]]) быть (становиться) смелым: ὦ [[φίλη]], θάρσυνε! Soph. мужайся или не бойся, дорогая!
}}
}}