Anonymous

θήκη: Difference between revisions

From LSJ
409 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήκη:''' ἡ ([[τίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[θήκη]] για να μπει οτιδήποτε μέσα της, [[κουτί]], [[κιβώτιο]], [[μπαούλο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τόπος]] για νεκρούς, [[τάφος]], [[μνημείο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρόπος]] ταφής, σε Θουκ.
|lsmtext='''θήκη:''' ἡ ([[τίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[θήκη]] για να μπει οτιδήποτε μέσα της, [[κουτί]], [[κιβώτιο]], [[μπαούλο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τόπος]] για νεκρούς, [[τάφος]], [[μνημείο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρόπος]] ταφής, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θήκη:''' ἡ<b class="num">1)</b> хранилище, ящик, ларец (χρυσοῦ καὶ ἀργύρου Her.; καρπῶν Arst.; χρημάτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> гроб, преимущ. могила Aesch., Soph., Thuc., Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> ножны ([[βαλεῖν]] τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην NT).
}}
}}