Anonymous

θήρειος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήρειος:''' -ον, και -α, -ον ([[θήρ]]), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· <i>θήρειον γραφήν</i>, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· [[θήρειος]] [[δάκος]] = [[θήρ]], σε Ευρ.· [[θηρεία]] [[βία]], περιφρ. αντί ὁ [[θήρ]], ο [[κένταυρος]], σε Σοφ.· θήρεια [[κρέα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''θήρειος:''' -ον, και -α, -ον ([[θήρ]]), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· <i>θήρειον γραφήν</i>, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· [[θήρειος]] [[δάκος]] = [[θήρ]], σε Ευρ.· [[θηρεία]] [[βία]], περιφρ. αντί ὁ [[θήρ]], ο [[κένταυρος]], σε Σοφ.· θήρεια [[κρέα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θήρειος:''' и 3 звериный ([[φύσις]] Plat.; [[βία]] Soph.; [[εἰκών]] Anth.): [[κρέα]] θήρεια Xen. дичина; θήρειον [[δάκος]] Eur. дикое животное.
}}
}}