Anonymous

θρεπτήριος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρεπτήριος:''' -ον ([[τρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι σε [[θέση]] να θρέψει ή να μεγαλώσει κάποιον, [[θρεπτικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλόκαμος]] [[θρεπτήριος]], [[μακριά]] [[κόμη]] που προσφέρεται σαν [[αφιέρωμα]] σε θεό, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> <i>θρεπτήρια</i>, <i>τά</i>, αμοιβές για [[ανατροφή]], σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, οι αντιπροσφορές που γίνονται από τα [[παιδιά]] προς τους γονείς για την [[ανατροφή]] τους, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> = [[τροφή]], [[θρέψη]], [[διατροφή]], [[συντήρηση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''θρεπτήριος:''' -ον ([[τρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι σε [[θέση]] να θρέψει ή να μεγαλώσει κάποιον, [[θρεπτικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλόκαμος]] [[θρεπτήριος]], [[μακριά]] [[κόμη]] που προσφέρεται σαν [[αφιέρωμα]] σε θεό, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> <i>θρεπτήρια</i>, <i>τά</i>, αμοιβές για [[ανατροφή]], σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, οι αντιπροσφορές που γίνονται από τα [[παιδιά]] προς τους γονείς για την [[ανατροφή]] τους, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> = [[τροφή]], [[θρέψη]], [[διατροφή]], [[συντήρηση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρεπτήριος:''' <b class="num">1)</b> питающий, кормящий ([[μαστός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> служащий наградой за воспитание ([[πλόκαμος]] Ἰνάχῳ θ. Aesch.).
}}
}}