3,270,629
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηροφόνος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ. | |lsmtext='''θηροφόνος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηροφόνος:''' 2, редко 3 убивающий диких животных ([[Ἄρτεμις]] Eur.; κύνες Eur., Anth.). | |||
}} | }} |