3,274,194
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηρίον:''' τό, ως υποκορ. του [[θήρ]], [[αλλά]] στη [[χρήση]] ισότιμο με αυτό,<br /><b class="num">I. 1.</b> άγριο ζώο, [[θηρίο]], λέγεται για [[αρσενικό]] [[ελάφι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άγρια θηρία, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.· [[αλλά]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[σκύλο]], σε Θεόκρ.· στον πληθ., θηρία, αντίθ. προς το άνθρωποι, πουλιά και ψάρια, άγρια ζώα, θηράματα, κυνήγια, σε Ηρόδ., Πλάτ.· παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], δηλ. [[είτε]] πιο [[κάτω]] [[είτε]] πιο πάνω από την ανθρώπινη [[φύση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> το ζώο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> δηλητηριώδες ζώο, [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως γνήσιο υποκορ., μικρό ζώο, [[έντομο]], [[ζωύφιο]], λέγεται για μέλισσες, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> ως όρος επίπληξης, [[κτήνος]]! όπως το Λατ. [[bellua]], Γαλ., bête, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''θηρίον:''' τό, ως υποκορ. του [[θήρ]], [[αλλά]] στη [[χρήση]] ισότιμο με αυτό,<br /><b class="num">I. 1.</b> άγριο ζώο, [[θηρίο]], λέγεται για [[αρσενικό]] [[ελάφι]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άγρια θηρία, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.· [[αλλά]], λέγεται για το [[γουρούνι]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[σκύλο]], σε Θεόκρ.· στον πληθ., θηρία, αντίθ. προς το άνθρωποι, πουλιά και ψάρια, άγρια ζώα, θηράματα, κυνήγια, σε Ηρόδ., Πλάτ.· παροιμ., ἢ [[θηρίον]] ἢ [[θεός]], δηλ. [[είτε]] πιο [[κάτω]] [[είτε]] πιο πάνω από την ανθρώπινη [[φύση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> το ζώο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> δηλητηριώδες ζώο, [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως γνήσιο υποκορ., μικρό ζώο, [[έντομο]], [[ζωύφιο]], λέγεται για μέλισσες, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> ως όρος επίπληξης, [[κτήνος]]! όπως το Λατ. [[bellua]], Γαλ., bête, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηρίον:''' τό<b class="num">1)</b> (тж. [[ἄγριον]] θ. Her.) дикое животное, зверь ([[μάλα]] [[μέγα]] θ. Hom., ὑπὸ τῶν θηρίων ἁρπάζεσθαι Her.; τοῖς θηρίοις μάχεσθαι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> животное (вообще) (τὰ θηρία καὶ τὰ φυτά Plat.): θ. [[ὕειον]] Plat. свинья;<br /><b class="num">3)</b> (как demin. к [[θήρ]]) мелкое животное или насекомое Arst.;<br /><b class="num">4)</b> бран. (тж. κακὸν θ. NT) животное, тварь, тж. глупец: ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θηρία; Arph. откуда эти дурни? | |||
}} | }} |