Anonymous

θυηπολέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυηπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[απασχολώ]] τον εαυτό μου με θυσίες, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[θυσιάζω]]· Παθ., θυηπολεῖται δ' [[ἄστυ]], είναι γεμάτο με θυσίες, στον ίδ.
|lsmtext='''θυηπολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[απασχολώ]] τον εαυτό μου με θυσίες, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[θυσιάζω]]· Παθ., θυηπολεῖται δ' [[ἄστυ]], είναι γεμάτο με θυσίες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυηπολέω:''' <b class="num">1)</b> совершать жертвоприношения (Κρόνῳ Soph.; κατὰ τὰς Μουσαίου καὶ Ὀρφέως βίβλους Plat.): θ. κατὰ τὸν [[ἀνάκτορον]] (τοῦ Ἀπόλλωνος) Eur. совершать жертвоприношения в храме Аполлона; εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θ. Aesch. приносить жертву в надежде на благоприятные вести;<br /><b class="num">2)</b> очищать жертвоприношениями (θυηπολεῖται [[ἄστυ]] μάντεων [[ὕπο]] Eur.).
}}
}}