Anonymous

ἱερατικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱερᾱτικός:''' -ή, -όν ([[ἱερεύς]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στο [[λειτούργημα]] του ιερέα, [[ιερατικός]], σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αφιερωμένος σε ιερούς σκοπούς, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἱερᾱτικός:''' -ή, -όν ([[ἱερεύς]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στο [[λειτούργημα]] του ιερέα, [[ιερατικός]], σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αφιερωμένος σε ιερούς σκοπούς, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱερᾱτικός:''' <b class="num">1)</b> жреческий (θυσίαι Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обрядовый, культовый, священный (ὀνόματα Luc.; [[στέφανος]] Plut.).
}}
}}