Anonymous

θρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρέομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φωνάζω]] μεγαλόφωνα, [[ξεφωνίζω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''θρέομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φωνάζω]] μεγαλόφωνα, [[ξεφωνίζω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρέομαι:''' стяж. [[θρεῦμαι]] (только praes., преимущ. part. praes.)<br /><b class="num">1)</b> (о жалобах, воплях) издавать, испускать (φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχη Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> горько сетовать, тж. скорбно повествовать, оплакивать (κακά Eur.; πάθεα μέλεα Aesch., Eur.).
}}
}}