Anonymous

ἰλύς: Difference between revisions

From LSJ
674 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰλύς:''' [ῑ], -ύος, ἡ, [[λάσπη]], βρωμιά, [[βόρβορος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη [[συλλαβή]] της γεν. είναι [[μακρά]] εν άρσει, [[αλλά]] βραχεία εν θέσει).
|lsmtext='''ἰλύς:''' [ῑ], -ύος, ἡ, [[λάσπη]], βρωμιά, [[βόρβορος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη [[συλλαβή]] της γεν. είναι [[μακρά]] εν άρσει, [[αλλά]] βραχεία εν θέσει).
}}
{{elru
|elrutext='''ἰλύς:''' <b class="num">II</b> тж. [[εἰλύς]], ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами ([[Αἴγυπτος]] Her.).<br />ύος (ῑλῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> ил, грязь, тина ([[ὕδατος]] ῥέοντος Arst.): ὑπ᾽ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. покрывшийся тиной; τὰ στόματα ἰλὺν πολλὴν λαμβάνοντα Plut. сильно занесенное илом устье (реки);<br /><b class="num">2)</b> гуща, отстой, осадок (ὁ [[οἶνος]] μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.).
}}
}}