Anonymous

θύσανος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύσᾰνος:''' [ῠ], ὁ ([[θύω]] Β), [[φούντα]], στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.
|lsmtext='''θύσᾰνος:''' [ῠ], ὁ ([[θύω]] Β), [[φούντα]], στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θύσᾰνος:''' (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. бахрома, кисть, подвески (φαεινοί Hes.; ἱμάντινοι Her.; [[δικτυωτός]] Diod.): [[ζώνη]] ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. пояс, украшенный сотней подвесок;<br /><b class="num">2)</b> пучки шерсти: [[χρύσεος]] θ. Pind. пряди золотого руна.
}}
}}