Anonymous

θύραθεν: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύρᾱθεν:''' Επικ. [[θύρηθε]] ([[θύρα]]), επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> από το εξωτερικό [[μέρος]] της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> έξω από την πόρτα, έξω, <i>θύρηθ' ἔα</i>, ήταν έξω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἱθ</i>., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θύρᾱθεν:''' Επικ. [[θύρηθε]] ([[θύρα]]), επίρρ.<br /><b class="num">1.</b> από το εξωτερικό [[μέρος]] της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> έξω από την πόρτα, έξω, <i>θύρηθ' ἔα</i>, ήταν έξω από τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>οἱθ</i>., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θύρᾱθεν:''' ион. [[θύρηθε]](ν) (ῠ) adv. извне, снаружи, со стороны или вне: αἱ θ. εἴσοδοι Eur. посещения, прием посторонних; ὡς θ. εἰκάσαι Eur. насколько можно судить со стороны, т. е. на расстоянии, издали; οὔτ᾽ [[ἔνδοθεν]], [[οὔτε]] θ. Soph. ни своими силами, ни с посторонней помощью; οἱ θ. Aesch., Arst. чужие, враги; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arst. наружный воздух.
}}
}}