3,276,901
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π. | |lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θύρσος:''' ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ [[θύρσα]]) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. [[κωνοφόρος]] Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.). | |||
}} | }} |