θύρσος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π.
|lsmtext='''θύρσος:''' ὁ, ετερογ. πληθ. <i>θύρσα</i>, [[θύρσος]], δηλ. η Βακχική [[ράβδος]] που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην [[κορυφή]], σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θύρσος:''' ὁ (в Anth. pl. тж. τὰ [[θύρσα]]) тирс (вакхический жезл, увитый плющем и виноградом и увенчанный сосновой шишкой) (θ. [[κωνοφόρος]] Anth.; θύρσῳ κροτεῖν γῆν Eur.; ὄφεις περιελιττόμενοι τοῖς θύρσοις Plut.).
}}
}}