Anonymous

θίασος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θίᾰσος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> εύθυμη [[ομάδα]] ή [[κομπανία]] που περιδιαβαίνει τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, [[ιδίως]] προς [[τιμή]] του θεού Βακχού, [[συντροφιά]] γλεντζέδων, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[ομάδα]] ανθρώπων, [[συντροφιά]], [[πλήθος]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''θίᾰσος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> εύθυμη [[ομάδα]] ή [[κομπανία]] που περιδιαβαίνει τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, [[ιδίως]] προς [[τιμή]] του θεού Βακχού, [[συντροφιά]] γλεντζέδων, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[ομάδα]] ανθρώπων, [[συντροφιά]], [[πλήθος]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θίᾰσος:''' ὁ<b class="num">1)</b> торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха: θίασοι [[τρεῖς]] γυναικείων χορῶν Eur. три вакхических женских хоровода;<br /><b class="num">2)</b> группа, сонм, сборище (Μουσῶν Arph.; [[ἡλίκων]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> шумная толпа (Κενταυρικὸς καὶ [[Σατυρικός]] Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.): θ. [[εὔοπλος]] Eur. вооруженное до зубов полчище;<br /><b class="num">4)</b> празднество, пирушка Plut.
}}
}}