Anonymous

ἱπποδέτης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποδέτης:''' -ου, ὁ ([[δέω]], [[δένω]]), αυτός που δένει τα άλογα, [[καπίστρι]], [[χαλινάρι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἱπποδέτης:''' -ου, ὁ ([[δέω]], [[δένω]]), αυτός που δένει τα άλογα, [[καπίστρι]], [[χαλινάρι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποδέτης:''' ου adj. служащий для привязывания лошади ([[ῥυτήρ]] Soph.).
}}
}}