Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱκέσιος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκέσιος:''' [ῐ], -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ([[ἱκέτης]]) = [[ἱκετήσιος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αναφέρεται ή αποτελείται από ικέτιδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ικετευτικός]], λέγεται για δεήσεις, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἱκέσιος:''' [ῐ], -α, -ον ή -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ([[ἱκέτης]]) = [[ἱκετήσιος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αναφέρεται ή αποτελείται από ικέτιδες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ικετευτικός]], λέγεται για δεήσεις, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκέσιος:''' и 2 (ῐκ)<br /><b class="num">1)</b> просительный, умоляющий, молящий (παρθένων [[λόχος]] Aesch.; λιταί Soph.; [[προστροπή]] Eur.): ἱκεσίᾳ χερί Eur. умоляюще простирая руки; ἱκέσιός σε [[λίσσομαι]] Soph. я молю тебя; [[ἱκεσία]] [[γίγνομαι]] Eur. умоляю;<br /><b class="num">2)</b> покровительствующий просящим ([[Ζεύς]] Aesch., Soph.; [[Θέμις]] Aesch.; [[θεός]] Arst.).
}}
}}