Anonymous

ἰός: Difference between revisions

From LSJ
815 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰός:''' [ῑ], ὁ, πληθ. <i>ἰοί</i>, επίσης <i>ἰά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκουριά]], [[ιδίως]] του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δηλητήριο]], λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ.
|lsmtext='''ἰός:''' [ῑ], ὁ, πληθ. <i>ἰοί</i>, επίσης <i>ἰά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[βέλος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σκουριά]], [[ιδίως]] του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δηλητήριο]], λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰός:''' <b class="num">I</b> (ῑ) ὁ (эп. pl. тж. ἰά) дротик, преимущ. стрела ([[χαλκήρης]], [[πτερόεις]] Hom.; ἀπὸ θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες Aesch.; πτηνοῖς ἰοῖς θηροβολεῖν Soph.; εἴργειν τινὰ ἰοῖς Eur.).<br /><b class="num">II</b> (ῑ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> яд (ἐχιδνης Soph.; δρακόντων Eur.; ἐνίων θηρίων Plut.; [[θανατηφόρος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> сок: ἰ. μελισσῶν Pind. пчелиный сок, т. е. мед.<br /><b class="num">III</b> (ῑ) ὁ ржавчина (χαλκοῦ καὶ σιδήρου Plat.; ἰοῦ [[χρῶμα]] Arst.; χρυσοῦ καὶ ἀργύρου NT).
}}
}}