3,277,121
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρεπτικός:''' -ή, -όν ([[τρέφω]]), αυτός που προάγει την [[ανάπτυξη]], σε Αριστ.· <i>τὸθρεπτικόν</i>, η [[αρχή]], [[δύναμη]] της ανάπτυξης, στον ίδ. | |lsmtext='''θρεπτικός:''' -ή, -όν ([[τρέφω]]), αυτός που προάγει την [[ανάπτυξη]], σε Αριστ.· <i>τὸθρεπτικόν</i>, η [[αρχή]], [[δύναμη]] της ανάπτυξης, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρεπτικός:''' <b class="num">1)</b> касающийся питания, служащий целям пропитания ([[τέχνη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> питающий, питательный (ἡ τῆς ψυχῆς [[δύναμις]] Arst.). | |||
}} | }} |