Anonymous

ἰσόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παίρνει ίδιο [[μερίδιο]] με τους άλλους, με γεν. πράγμ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[έκταση]] με κάποιον· γῆς ἰσόμοιρ' [[ἀήρ]], [[διότι]] ο [[αέρας]] καλύπτει όλη την [[επιφάνεια]] της γης, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἰσόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παίρνει ίδιο [[μερίδιο]] με τους άλλους, με γεν. πράγμ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[έκταση]] με κάποιον· γῆς ἰσόμοιρ' [[ἀήρ]], [[διότι]] ο [[αέρας]] καλύπτει όλη την [[επιφάνεια]] της γης, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσόμοιρος:''' имеющий равную долю (ἰσόμοιροι πατρῴων Isae.; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν Xen.): γῆς ἰ. [[ἀήρ]] Soph. воздух, сопротяженный земле, т. е. отовсюду ее покрывающий; ἐν δημοκρατίᾳ ἰ. Thuc. пользоваться при демократии равными правами; πρός τινα τῆς ξυμφορᾶς ἰ. Thuc. делящий с кем-л. поровну (свое) несчастье; ἰσόμοιρα ἐν τῷ κόσμῳ [[φῶς]] καὶ [[σκότος]] [[Pythagoras]] ap. Diog. L. в мире столько же света, сколько и тьмы.
}}
}}