Anonymous

ἴσχαιμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴσχαιμος:''' -ον ([[ἴσχω]], [[αἷμα]]), αυτός που σταματά το [[αίμα]], [[αιμοστατικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἴσχαιμος:''' -ον ([[ἴσχω]], [[αἷμα]]), αυτός που σταματά το [[αίμα]], [[αιμοστατικός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴσχαιμος:''' кровоостанавливающий ([[φάρμακον]] Luc.).
}}
}}