3,277,759
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθῠποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> вводить в заблуждение (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> принимать вид, прикидываться: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея. | |||
}} | }} |