Anonymous

καθυποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''καθυποκρίνομαι:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[υποτάσσω]], «[[αιχμαλωτίζω]]» κάποιον μέσω της θεατρικής τέχνης, «[[υποδουλώνω]] μέσα από την υποκριτική [[τέχνη]]» σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> με απαρ., [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] ότι είμαι [[κάποιος]] [[άλλος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> вводить в заблуждение (актерской) игрой, обманывать притворством (τινά Dem.);<br /><b class="num">2)</b> принимать вид, прикидываться: καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Luc. (Посидон) принимает вид Энипея.
}}
}}