Anonymous

καθοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ.
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθοπλίζω:''' вооружать (τῇ [[πανοπλία]] Aeschin.; τῶν οἰκετῶν [[τριάκοντα]] Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление).
}}
}}