Anonymous

κάθοδος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθοδος:''' Ιων. κάτ-οδος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθοδος]], [[κατέβασμα]], [[κατάβαση]], σε Λουκ.· [[δρόμος]] που οδηγεί προς τα [[κάτω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επάνοδος]], [[επιστροφή]], σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για [[εξορία]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''κάθοδος:''' Ιων. κάτ-οδος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθοδος]], [[κατέβασμα]], [[κατάβαση]], σε Λουκ.· [[δρόμος]] που οδηγεί προς τα [[κάτω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επάνοδος]], [[επιστροφή]], σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για [[εξορία]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθοδος:''' ион. [[κάτοδος]] (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> сошествие, спуск (в подземное царство) (ἡ τῆς Κόρης κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> место спуска, вход (в подземное царство) ([[ἀπιέναι]] εὐθὺ τῆς καθόδου Luc.);<br /><b class="num">3)</b> опускание, движение вниз: τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ Arst. при (в) проглатывании пищи;<br /><b class="num">4)</b> возвращение (преимущ. из изгнания) (ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν [[δοῦναι]] Eur. или χρήματα εἰς τὴν κάθοδον [[δοῦναι]] Arst.; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.).
}}
}}