3,277,114
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰλύπτρα:''' Ιων. -πτρη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> πέπλο, [[βέλο]] γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., <i>δνοφερὰ κ</i>., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το [[βέλος]] τους (πρβλ. [[ζώνη]] I. 2), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]] ή [[καπάκι]] φαρέτρας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κᾰλύπτρα:''' Ιων. -πτρη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> πέπλο, [[βέλο]] γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., <i>δνοφερὰ κ</i>., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το [[βέλος]] τους (πρβλ. [[ζώνη]] I. 2), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]] ή [[καπάκι]] φαρέτρας, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰλύπτρα:''' ἡ<b class="num">1)</b> покрывало, покров (κεφαλῇ ἐπιθεῖναι καλύπτρην Hom.): δνοφεραὶ καλύπτραι Aesch. темные покровы (ночи);<br /><b class="num">2)</b> крышка (τῶν φαρετρέων Her.);<br /><b class="num">3)</b> «покрывало» (земельный надел персидских цариц, доходы с которого формально предназначалась на покупку нарядов) Plat. | |||
}} | }} |