Anonymous

καλλίπαις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίπαις:''' -παιδος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ωραία [[παιδιά]], αυτός που έχει την [[ευτυχία]] της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμορφος, [[ευγενικός]] [[απόγονος]], σε Ευρ.· βλ. [[καλλι]]-.
|lsmtext='''καλλίπαις:''' -παιδος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ωραία [[παιδιά]], αυτός που έχει την [[ευτυχία]] της απόκτησης ευγενικών, καλών παιδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμορφος, [[ευγενικός]] [[απόγονος]], σε Ευρ.· βλ. [[καλλι]]-.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίπαις:''' παιδος (λῐ) adj.<br /><b class="num">1)</b> имеющий прекрасных детей: κ. [[πότμος]] Aesch. счастье обладания прекрасными детьми; κ. [[στέφανος]] Eur. венец, т. е. круг прекрасных детей;<br /><b class="num">2)</b> перен. плодовитый (в речах) ([[Φαῖδρος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> прекрасный и юный: Νερτέρων κ. [[θεά]] Eur. = [[Περσεφόνη]].
}}
}}