Anonymous

καπρία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καπρία]], ἡ (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> η [[ωοθήκη]] τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την [[ορμή]] του ζώου για [[οχεία]] και την [[αναπαραγωγή]]<br /><b>2.</b> [[υγρό]] που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους [[μετά]] την [[οχεία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[χορός]] ενόπλων<br /><b>4.</b> η [[κάππαρη]].
|mltxt=[[καπρία]], ἡ (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> η [[ωοθήκη]] τών θηλυκών χοίρων την οποία έκοβαν μερικές φορές για να σταματήσουν την [[ορμή]] του ζώου για [[οχεία]] και την [[αναπαραγωγή]]<br /><b>2.</b> [[υγρό]] που ρέει από τους θηλυκούς χοίρους [[μετά]] την [[οχεία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[χορός]] ενόπλων<br /><b>4.</b> η [[κάππαρη]].
}}
{{elru
|elrutext='''καπρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> (у свиней) яичник Arst.;<br /><b class="num">2)</b> выделение половых желез свиньи Arst.
}}
}}