Anonymous

καρηβαρικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]].
|mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''καρηβᾰρικός:''' ударяющий в голову, пьянящий (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.).
}}
}}